- τυφλογενής
- τυφλο-γενής, ές,A born blind, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυφλογενής — ές, ΝΑ ο εκ γενετής τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. τριτο γενής] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek